- νοταπηλιώτης
- νοταπηλιώτης, ὁ (Α)άνεμος ο οποίος πνέει από τον νότο και την ανατολή, ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο σιρόκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + ἀπηλιώτης «ανατολικός άνεμος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοταπηλιώτης — south east wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοταπηλιώτην — νοταπηλιώτης south east wind masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοταπηλιώτῃ — νοταπηλιώτης south east wind masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοταπηλιωτικός — νοταπηλιωτικός, ή, όν (Α) [νοταπηλιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοταπηλιώτη … Dictionary of Greek
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek